Κρητικά Ανέκδοτα
Ανέβηκε στην Αθήνα ο γεροβοσκός γιατί ήτανε η κερά ντου αρρωσταριά και τηνε πήγε στον Ευαγγελισμό. Μια ταχυνή πήρε τηλέφωνο το γιατρό που τηνε παρακολουθούσε, για να τον ενημερώσει πως είχε περάσει τη νύχτα η κερά του. Γροικά από την άλλη μπάντα του σύρματος μια γυναικεία φωνή να του λέει:
- Αναμείνατε στο ακουστικό σας.
- Ανημένω. Απαντά ο γεροβοσκός.
- Αναμείνατε στο ακουστικό σας. Ξαναλέει η γυναικεία φωνή.
- Ανημένω λέω.
- Αναμείνατε στο ακουστικό σας.
- Ανημένω λέω. Ε! είπα, λέω σου! Ντακέρνει να μανίζει ο μπάρμπας.
- Αναμείνατε στο ακουστικό σας. Επιμένει η γυναίκα.
- Μα κουφή είσαι μωρή, διάλε τσ’ απολιμάρι σου. Δε γροικάς κοντό πως ανημένω;
- Αναμείνατε στο ακουστικό σας.
- Διάλε το μιλέτι που σ’ έσπειρε μα εσύ τζάμπα το ντόπο πιάνεις.
Και ο γεροβοσκός εξάνοιξε ντελόγο να βρει άλλο γιατρό.
-------------------------------
Δυο χωργιανοί συνταξιδέβγουν για πρώτη ντους φορά με το αεροπλάνο. Στην αρχή εσυγκρατούσανε το φόβο ντους μα οντόν εβρέθηκε το αεροπλάνο σε κενά αέρος και εντάκαρε να χοροπηδά, λέει ο γεις:
- Να πέσει θέλει το αερόπλανο.
- Σώπα μα δε μπέφτει.
Σε λίγο εντάκαρε πάλι το αεροπλάνο να χοροπηδά.
Ξαναλέει ο πρώτος:
- Να πέσει θέλει σου λέω.
- Ε! Κιανέ μπέσει, δικό σου είναι ζάβαλε;
Απαντά ο ψύχραιμος.
------------------------------
Ρωτήξανε μια γρά ογδόντα χρονώ:
- Ήντα θες θειά καλλιά. Έναν άντρα ή το μέλι;
- Ντα έχω παιδί μου αντόδια για να μασήσω το μέλι!
Απάντησε η πονεμένη για άντρα θειά.
-----------------------------------
Το Ευαγγέλιο από την πολυκαιρία και από τα σταξίματα τω γκεργιώ, σε πολλά σημεία δε διαβαζότανε.
Πάει ο παπάς στο Δεσπότη και του λέει τα καθέκαστα.
- Ίσαμε να αγοράσεις καινούργιο Ευαγγέλιο να πηδάς τα μέρη που δε διαβάζονται, τονε συμβούλεψε ο Δεσπότης.
Την ερχόμενη Κυριακή, διαβάζοντας ο παπάς το ευαγγέλιο, στο πρώτο σημείο που δε διαβαζότανε, δίνει ένα πήδο. Στο επόμενο, δίνει κιάλλο, κιάλλο, κιάλλο, φτάνει στη μέση τσ’ εκκλησάς. Όλο πηδούσε κι όλο πήγαινε.
- Καινούργιος παπάς, καινούργιο ψαλτικό. Σκεφτότανε οι χωργιανοί.
Καθώς εκόντεβγε να φτάξει στη μπόρτα, λέει στο εκκλησίασμα:
- Κλείσετε μου τη μπόρτα γιατί ετσά που πάει φοβούμαι πως θα φτάξω στ’ αμπέλι.
--------------------------------
Σ’ ένα χωριό εφτάξανε δυο τουρίστες και εσταματήσανε όξω από το μοναδικό καφενεδάκι που το έκανε ένας γέρος με τη γριά ντου. Μπαίνει μέσα ο ένας ξένος και ρωτά το γέρο:
- Σπικ Ίγγλις (Μιλείτε αγγλικά;)
Του κάνει νόημα ο γέρος « Όχι» και συνεχίζει ο ξένος:
- Σπρέχεν ντόετς (Μιλείτε γερμανικά;)
- Παρλάρε ιταλιάνο (Μιλείτε ιταλικά;)
Ο γέρος έκανε συνέχεια «όχι».
Εφύγανε οι ξένοι λυπημένοι που δε μπορέσανε να συνεννοηθούνε. Κι άμα φύγανε, κάνει η γριά του γέρου:
- Είδες εδά που σου λέω να πα μάθεις κιαμιά ξένη γλώσσα;
- Είδα εγώ και ετουτουνέ τα καλιμέντα, απού εκάτεχε πέντε γλώσσες και δεν εμπορέσαμε να συνεννοηθούμε. Απάντησε ο γέρος.